- πολυποτόμος
- πολῠποτόμος, ον,A for excising πολύποδες, Philum. ap. Aët.16.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυποτόμος — ον, Α (για χειρουργικό εργαλείο) κατάλληλος για την αφαίρεση πολυπόδων τού βλεννογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδος) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] … Dictionary of Greek
πολυποτόμῳ — πολυποτόμος for excising masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek